- παραποίησις
- παραποί-ησις, εως, ἡ,A imitation, adulteration, Gal.14.62.al.; forgery Just.Nov.73 Praef.; slight alteration,
ὀνόματος Phoeb.Fig.1.3
, cf. Eust. 1403.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀνόματος Phoeb.Fig.1.3
, cf. Eust. 1403.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραποίησις — imitation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποιήσει — παραποίησις imitation fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραποιήσεϊ , παραποίησις imitation fem dat sg (epic) παραποίησις imitation fem dat sg (attic ionic) παραποιέω make falsely aor subj act 3rd sg (epic) παραποιέω make falsely fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποιήσεις — παραποίησις imitation fem nom/voc pl (attic epic) παραποίησις imitation fem nom/acc pl (attic) παραποιέω make falsely aor subj act 2nd sg (epic) παραποιέω make falsely fut ind act 2nd sg παραποιέω make falsely aor subj act 2nd sg (epic) παραποιέω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποιήσεσι — παραποίησις imitation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποίησιν — παραποίησις imitation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποίηση — η / παραποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραποιώ] παράνομη, δόλια απομίμηση, νόθευση (α. «παραποίηση γραμματοσήμων» β. «παραποίηση νομίσματος» παραχάραξη νομίσματος) νεοελλ. διαστρέβλωση, αλλοίωση («παραποίηση τής αλήθειας») μσν. αρχ. μικρή μεταβολή, ελαφρά … Dictionary of Greek
παραποιήσεων — παραποιήσεω̆ν , παραποίησις imitation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποιήσεως — παραποιήσεω̆ς , παραποίησις imitation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)